προκαΐνη

προκαΐνη
η, Ν
(φαρμ.) κοινή ονομασία τού παρα-αμινοβενζοϊκού εστέρα τής διαιθυλαμινο-αιθανόλης, ελάχιστα τοξικού υποκαταστάτου τής κοκαΐνης που χρησιμοποιείται στη γηριατρική κατά τη μέθοδο Ασλάν καθώς και σε σκευάσματα πενικιλλίνης παρατεταμένης δράσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. procaine < pro- (< προ-*) + -caine (< γερμαν. -kain < Kokain «κοκαΐνη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προκαϊνούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. (φαρμ.) αυτός που περιέχει προκαΐνη 2. φρ. «προκαϊνούχα πενικιλλίνη» σκεύασμα πενικιλλίνης παρατεταμένης δράσης που περιέχει προκαΐνη …   Dictionary of Greek

  • νοβοκαΐνη — η (φαρμ.) χημική σύνθεση που χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό φάρμακο, αλλ. προκαΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. novocaine < λατ. novus «καινούργιος» + cocaine «κοκαΐνη»] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκαΐνη — η (φαρμ.) τοπικό αναισθητικό μεγαλύτερης, ταχύτερης και μακρότερης δράσης από την προκαΐνη αλλά τής ίδιας τοξικότητας με αυτήν …   Dictionary of Greek

  • τετρακαΐνη — η, Ν (φαρμ.) αναισθητική ουσία που χρησιμοποιείται υπό μορφή υδροχλωρικού άλατος σε όλους τους τύπους τοπικής αναισθησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tetracaine < tetra (< τετρ[α] *) + caine (< procaine, πρβλ. προκαΐνη)] …   Dictionary of Greek

  • αναισθητικά — Φαρμακευτικές ουσίεςπου η βασική τους ενέργεια είναι η πρόκληση νάρκωσης. Ο όρος νάρκωση είναι γενικός και δηλώνει την οποιαδήποτε παροδική μείωση ή κατάργηση κυτταρικών λειτουργιών. Τα α. διακρίνονται σε γενικά και τοπικά. γενικά α.Φάρμακα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”