- προκαΐνη
- η, Ν(φαρμ.) κοινή ονομασία τού παρα-αμινοβενζοϊκού εστέρα τής διαιθυλαμινο-αιθανόλης, ελάχιστα τοξικού υποκαταστάτου τής κοκαΐνης που χρησιμοποιείται στη γηριατρική κατά τη μέθοδο Ασλάν καθώς και σε σκευάσματα πενικιλλίνης παρατεταμένης δράσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. procaine < pro- (< προ-*) + -caine (< γερμαν. -kain < Kokain «κοκαΐνη»)].
Dictionary of Greek. 2013.